- αμάλλιαστος, -η
- -ο και αμάλλιαγος, -η, -ο αυτός που δεν έχει βγάλει μαλλιά (για πουλιά, πούπουλα), ο ανήλικος: Ήταν ακόμη παιδί αμάλλιαστο κι άπραγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.