αμάλλιαστος, -η

αμάλλιαστος, -η
-ο και αμάλλιαγος, -η, -ο αυτός που δεν έχει βγάλει μαλλιά (για πουλιά, πούπουλα), ο ανήλικος: Ήταν ακόμη παιδί αμάλλιαστο κι άπραγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… …   Dictionary of Greek

  • αμάλλιαγος — η, ο βλ. αμάλλιαστος …   Dictionary of Greek

  • αμάλλωτος — η, ο [μαλλωτός] ο αμάλλιαστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”